εὐθυτέρα

εὐθυτέρα
εὐθυτέρᾱ , εὐθύς 1
straight
fem nom/voc/acc dual
εὐθυτέρᾱ , εὐθύς 1
straight
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐθύτερα — εὐθύς 1 straight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυτέραν — εὐθυτέρᾱν , εὐθύς 1 straight fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρυωτάκης, Κώστας — (Τρίπολη 1896 – Πρέβεζα 1928). Ποιητής. Το επάγγελμα του πατέρα του στάθηκε αφορμή να γνωρίσει πολλές πόλεις της ελληνικής επαρχίας (Λευκάδα, Κεφαλονιά, Λάρισα, Καλαμάτα, Πάτρα, Χανιά). Σπούδασε στη νομική σχολή Αθηνών και αργότερα διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”